- κέλευθος
- κέλευθοςroadfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek
κελεύθοις — κέλευθος road fem dat pl κέλευθος road neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύθω — κέλευθος road fem nom/voc/acc dual κέλευθος road fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύθων — κέλευθος road fem gen pl κέλευθος road neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελευσμάτων — κέλευθος road neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύθου — κέλευθος road fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύθους — κέλευθος road fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύθως — κέλευθος road fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύθῳ — κέλευθος road fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελεύσμασι — κέλευθος road neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)